-
1 αἰδέομαι
Aαἰδεῖο Il.24.503
, Od.9.269; part.αἰδόμενος Hom.
and Trag. (lyr.); imper.αἴδεο Il.21.74
: [tense] impf. , etc.,αἰδέοντο Pi.P.9.41
, poet.αἴδετο Il.21.468
, APl.4.106: [tense] fut.αἰδέσομαι Il.22.124
, [dialect] Att., [dialect] Ep.αἰδέσσομαι Od.14.388
;αἰδεσθήσομαι D.C.45.44
, Gal.1.62, ([etym.] ἐπ-) E.IA 900: [tense] aor. [voice] Med. ᾐδεσάμην, [dialect] Ep.αἰδ- Od.21.28
, [dialect] Att. (v. sub fin.), [dialect] Ep. imper.αἴδεσσαι Il.9.640
; [tense] aor. [voice] Pass.ᾐδέσθην Hom.
, etc., and in Prose, [dialect] Ep.[ per.] 3pl.αἴδεσθεν Il.7.93
: [tense] pf. ᾔδεσμαι (v. sub fin.): [voice] Act. only in καταἰδέω, q.v.:— to be ashamed, c. inf., ; ;αἰ. γὰρ γυμνοῦσθαι Od.6.221
: less freq. c. part., , cf. Plu.Aem.35: c. dat.,μὴ αἰδοῦ τῷ εὐκόλῳ Philostr.Ep. 19
: abs., αἰδεσθείς from a sense of shame, Il.17.95.2 mostly c. acc., stand in awe of, fear, esp. in moral sense,αἰδεῖο θεούς Il.24.503
, Od.9.269;Τρῶας Il.6.442
, cf. Od.2.65, etc.; ἀλλήλους αἰδεῖσθε show a sense of regard one for another, Il.5.530;οὐδὲ θεῶν ὄπιν αἰδέσατο Od.21.28
; αἴδεσσαι μέλαθρον respect the house, Il.9.640; freq. of respect for suppliants, Il.22.124, cf. Hdt.7.141; ;S.
Aj. 1356;τόνδ' ὅρκον αἰδεσθείς Id.OT 647
, cf. 1426:—in Pi. P.4.173 αἰδεσθέντες ἀλκάν regarding their reputation for valour, i.e. from self-respect, cf.ἑωυτὸν μάλιστα αἰδεῖσθαι Democr.264
: abs., τὸ αἰδεῖσθαι self-respect, Id.179; in Prose,,Δία αἰδεσθέντες Hdt.9.7
. ά; φοβοῦμαί γε.. τοὺς μοχθηρούς ([etym.] οὐ γὰρ δήποτε εἴποιμ' ἂν ὥς γε αἰδοῦμαι) Pl.Lg. 886a, cf. Euthphr. 12b,Phdr. 254e; laterαἰ. ἐπί τινι D.H.6.92
; ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως have compassion upon, show mercy, Plu. Cim.2.II respect another's misfortune, feel regard for him,μηδέ τί μ' αἰδόμενος.. μηδ' ἐλεαίρων Od.3.96
(cf. 1.2);αἰ. τὴν τῶν μηδὲν ἀδικούντων εὐσέβειαν Antipho 2.4.11
; esp.2 as [dialect] Att. law-term, to be reconciled to a person, of kinsmen who allow a homicide to return from exile, Lex ap.D.43.57;ἐὰν ἑλών τις ἀκουσίου φόνου.. αἰδέσηται καὶ ἀφῇ D.37.59
, cf.38.22;αἰδούμενος Pl.Lg. 877a
;ᾐδεσμένος D.23.77
.3 of the homicide, obtain forgiveness, D.23.72 codd. [suff] αἰδ-έσιμος, ον, exciting shame or respect, venerable, M.Ant.1.9 ([comp] Sup.), Aristid.2.99J. ([comp] Sup.), Hierocl. in CA13p.448M. ([comp] Comp.): c. dat., Aristid.Or.37(2).6; as honorary title, PFlor.15.6 (vi A. D.); τοῦ προσώπου τὸ αἰ. Luc.Nigr.26; holy, Paus.3.5.6. Adv. - μως reverently, Ael.NA2.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰδέομαι
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ιανσένιος — (Άκοβ 1585 – Λουβέν 1638). Εξελληνισμένο όνομα του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν (Cornelis Jansen). Μαθητής των ιησουιτών, αρχικά έγινε καθηγητής στη Λουβέν και από το 1635 επίσκοπος της Ιπρ. Η φήμη του εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek